εμπροσθογεμής

εμπροσθογεμής
ης, ες заряжающийся с дула

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εμπροσθογεμής" в других словарях:

  • εμπροσθογεμής — ές (για πυροβόλο όπλο) αυτός που γεμίζει από το στόμιο, από εμπρός …   Dictionary of Greek

  • εμπροσθογεμής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή (για πυροβόλα όπλα), που γεμίζεται από μπροστά (από το στόμιο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτογεμής — ές (για πυροβόλα όπλα) αυτός που γεμίζει αυτομάτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γέμω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία (πρβλ. εμπροσθογεμής, οπισθογεμής)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»